Τυνδαρίδης

Τυνδαρίδης
Τυνδάρεος
Tyndareos
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τυνδαρίδης — και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, ίδος, Α 1. το τέκνο τού Τυνδάρεω 2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι τα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης 3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένη β) πόλη τής… …   Dictionary of Greek

  • Τυνδαρίς — Αρχαία πόλη της βόρειας Σικελίας. Ιδρύθηκε το 395 π.Χ. από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο A’ και κατοικήθηκε κυρίως από τους Μεσσηνίους που κατέφυγαν εκεί. Αργότερα κυριεύθηκε από τους Καρχηδόνιους και στη συνέχεια κατακτήθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”